- ασχέδωρος
- ἀσχέδωρος, ο (Α)ονομασία του αγριόχοιρου στη Μεγάλη Ελλάδα.[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. ο τ. ασχέδωρος < *αν-σχε-δορF-ος < ανασχείν + δόρυ «αυτός που προβάλλει αντίσταση στο ακόντιο» (πρβλ. μεν-εγχής, μεν-αίχμης «ο καρτερικός στη μάχη»). Ο τ. ανήκει στη διάλεκτο της Μεγάλης Ελλάδας και αποτελεί εκφραστική ονομασία του αγριόχοιρου].
Dictionary of Greek. 2013.